Η μέθοδος CLIL (Content & Language Integrated Learning) ή, στα ελληνικά, Συνδυασμένη Εκμάθηση Αντικειμένου Γλώσσας αφορά τη διδασκαλία ενός γνωστικού αντικειμένου μέσω μιας γλώσσας διαφορετικής από τη μητρική των μαθητών.
Πρόκειται για μια καινοτόμο μέθοδο διδασκαλίας, κατά την οποία η ξένη γλώσσα, δεν αποτελεί τον στόχο του μαθήματος, αλλά το μέσο για την εκμάθηση ενός γνωστικού αντικειμένου. Βασική αρχή της μεθόδου είναι ότι τα παιδιά αποκτούν γνώσεις για το γνωστικό αντικείμενο, χρησιμοποιώντας και, ως εκ τούτου, μαθαίνοντας και την ξένη γλώσσα.
Τα μαθήματα που διδάσκονται μέσω της προσέγγισης CLIL έχουν διττό στόχο: αφενός την ανάπτυξη δεξιοτήτων και γνώσεων στο εκάστοτε σχολικό μάθημα και αφετέρου την κατάκτηση γλωσσικών δεξιοτήτων. Μέσω της προσέγγισης αυτής, οι μαθητές έχουν την ευκαιρία να εξοικειώνονται με το άκουσμα και να χρησιμοποιούν ουσιαστικά την ξένη γλώσσα σαν φυσικοί ομιλητές, εφόσον αυτή αποτελεί το μέσο και το εργαλείο για την απόκτηση νέων γνώσεων. Η κατάκτηση των γλωσσικών δεξιοτήτων γίνεται με φυσικό τρόπο, όπως ακριβώς συμβαίνει με την εκμάθηση της μητρικής γλώσσας κατά την ανάπτυξη των παιδιών. Η εκτεταμένη επαφή με ικανούς ομιλητές είναι η αποτελεσματικότερη μέθοδος γλωσσικής διδασκαλίας και μάθησης.
Μερικά από τα πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής είναι:
- η βελτίωση των γλωσσικών γνώσεων και των δεξιοτήτων του προφορικού λόγου,
- η ευκαιρία για μελέτη του γνωστικού αντικειμένου μέσα από διαφορετικές προσεγγίσεις,
- η ουσιαστικότερη και εντατικότερη επαφή με τη γλώσσα-στόχο,
- η προώθηση των νοητικών διεργασιών και της συνδυαστικής σκέψης,
- η ανάπτυξη των επικοινωνιακών δεξιοτήτων,
- η απόκτηση μεγαλύτερης αυτοπεποίθησης τόσο σε σχέση με τη γλώσσα όσο και με το γνωστικό αντικείμενο.
Η μέθοδος CLIL συμπληρώνει τα σχολικά μαθήματα και δεν τα ανταγωνίζεται, ενώ δεν απαιτεί επιπλέον διδακτικές ώρες.
Έχει πλέον αποδειχτεί ότι στην καθημερινή ζωή τα παιδιά που είναι δίγλωσσα ή τους δίνουμε τη δυνατότητα να γίνουν δίγλωσσα, υπερτερούν, δεδομένου ότι είναι σε θέση να αντλούν πολύ ευκολότερα νοήματα και πληροφορίες για τα θέματα που τα ενδιαφέρουν, να αναπτύσσουν κριτική σκέψη και να επικοινωνούν ευκολότερα.
Επιπλέον αποκτούν μεγαλύτερη ευελιξία και πολυπλοκότητα σκέψης, καθώς είναι σε θέση να επεξεργάζονται αντικείμενα και ιδέες μέσα από ένα πλουσιότερο λεξιλόγιο κι έτσι έχουν τη δυνατότητα να αναπτύσσουν μεγαλύτερη ποικιλία συνειρμών, ενώ έχουν μεγαλύτερη ευκολία στην εκμάθηση μιας τρίτης γλώσσας. Και, βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η γλώσσα είναι παράγοντας και φορέας πολιτισμού. Με τη γλώσσα εκφράζονται τα νοήματα και οι σκέψεις των ανθρώπων, περιγράφονται και αναλύονται έννοιες και καταστάσεις.
Τα παιδιά που έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν δύο πολιτισμούς αποκτούν και μια πολλαπλή άποψη της κοινωνίας, αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερο σεβασμό άλλα άτομα και πολιτισμούς και είναι πιο εξωστρεφή και ανοικτά σε νέα ερεθίσματα. Η διγλωσσία και η διαπολιτισμικότητα είναι ένα δώρο κι ένα εφόδιο ζωής!